- πανεπαφροδισία
- ή, Μτέλεια ερασμιότητα, θελκτικότητα, ωραιότητα («πανεπαφροδισίας καὶ χάριτος μεστόν», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἐπαφροδισία «θελκτικότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανεπαφροδισίας — πανεπαφροδισίᾱς , πανεπαφροδισία perfect loveliness fem acc pl πανεπαφροδισίᾱς , πανεπαφροδισία perfect loveliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)